- εξαρτημένος
- η , ο[ν] зависимый;
οι εξαρτημένες χώρες — зависимые страны
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οι εξαρτημένες χώρες — зависимые страны
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… … Dictionary of Greek
Konstantinos Koukodimos — Konstantinos ( Kostas ) Koukodimos ( el. Κωνσταντίνος Κώστας Κουκοδήμος, born September 14, 1969) with origin from Pieria, Makedonia is a retired Greek long jumper. He was born in Melbourne, Australia.As athleteKoukodimos is best known for his… … Wikipedia
Konstadinos Koukodimos — Medal record Men s Athletics Competitor for Greece European Indoor Championships Silver … Wikipedia
Members of the Greek Parliament, 2007–2009 — Greece This article is part of the series: Politics and government of Greece … Wikipedia
αιχμάλωτος — Στην πρώτη της κυριολεκτική σημασία η λέξη σημαίνει αυτόν που τον συνέλαβαν με την αιχμή του δόρατος (αιχμή + αλωτός) και γενικότερα με τη χρήση βίας. Συνήθως, α. θεωρείται ο ένοπλος στρατιώτης του εχθρού που συλλαμβάνεται κατά τη διάρκεια… … Dictionary of Greek
δούλος — η και α, ο (AM δοῡλος, η, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που στερείται την προσωπική του ελευθερία από αιχμαλωσία, αγορά ή κληρονομιά και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου μσν. νεοελλ. 1. υπηρέτης, διάκονος, υποτακτικός 2. «δοῡλος τοῡ θεοῡ»… … Dictionary of Greek
δόγης — (λατ. dux). Ανώτατος άρχοντας στις δημοκρατίες της Βενετίας και της Γένοβας. Η πρώτη εκλογή δ. στη Βενετία χρονολογείται το 697. Έκτοτε και έως το 887, όταν η Βενετία απέκτησε και τυπικά την πλήρη ανεξαρτησία της, ο δ. συνέχισε να είναι νομικά… … Dictionary of Greek
εκκρεμάννυμι — ἐκκρεμάννυμι (Α) 1. κρεμώ κάτι από ένα μέρος ή πράγμα 2. μέσ. είμαι εξαρτημένος από κάτι, είμαι αφοσιωμένος σε κάτι … Dictionary of Greek
ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek
εξέχω — (AM ἐξέχω) [έχω] 1. σχηματίζω προεξοχή 2. υπερέχω, είμαι ανώτερος 3. (η μτχ. ενεστ. ως επιθ.) εξέχων, εξέχουσα, εξέχον υπέροχος, ξεχωριστός, διακεκριμένος αρχ. 1. (για τον ήλιο) λάμπω 2. είμαι εξαρτημένος («ἐξέχειν τοῡ θείου») 3. (το ουδ. πληθ.… … Dictionary of Greek
επαρτής — ἐπαρτής, ές (Α) 1. έτοιμος, προετοιμασμένος («ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῑροι», Ομ. Οδ.) 2. εξαρτημένος, κρεμασμένος από κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρτώ «κρεμώ, εξαρτώ»] … Dictionary of Greek